- ὀρόβου
- ὄροβοςbitter vetchmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οροβίτης — ὀροβίτης, ὁ, θηλ. ὀροβῑτις (Α) 1. λίθος όμοιος ή ισομεγέθης με κόκκο ορόβου 2. το θηλ. είδος παρασκευασμένης χρυσόκολλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄροβος «είδος φυτού» + επίθημα ίτης (πρβλ. δαφν ίτης)] … Dictionary of Greek
οροβοειδής — ὀροβοειδής, ές (ΑΜ) 1. (για καθιζήματα τών ούρων) όμοιος με τον όροβο 2. αυτός που έχει το χρώμα τού ορόβου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄροβος «είδος φυτού» + ειδής*] … Dictionary of Greek
ορόβι — το (Α ὀρόβιον) [όροβος] νεοελλ. το ετήσιο κτηνοτροφικό φυτό όροβος, το ρόβι αρχ. 1. υποκορ. τού όροβος 2. αλεύρι παρασκευασμένο από όροβο, από ρόβι 3. είδος καταποτίου με μέγεθος ορόβου 4. (κατά τον Ησύχ.) «χρυσοκόλλης εἶδος» … Dictionary of Greek
eregʷ(h)o-, erogʷ(h)o- — eregʷ(h)o , erogʷ(h)o English meaning: pea Deutsche Übersetzung: “Erbse, Hũlsenfrucht” Material: Gk. ὄροβος m. (from *ἔροβος after gen. etc. ὀρόβου); compare however, W. Schulze Kl. Schr. 81), ἐρέβινθος m. (Asia Minor suffix… … Proto-Indo-European etymological dictionary